συναοιδός

συναοιδός
-όν, Α
βλ. συνῳδός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναοιδοί — συναοιδός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναοιδά — συναοιδός neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωδός — και συναοιδός και αττ. τ. ξυνωδός, όν, Α 1. αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε συμφωνία με κάποιον άλλο 2. αυτός που έχει αρμονία («ξυνῳδοὶ κτύποι», Ευρ.) 3. μτφ. σύμφωνος με κάποιον ή κάτι («λόγοι συνωδοὶ τοῑς ἔργοις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”